ἀναδενδράδα — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράνα — και ντράνα, η 1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή 2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς ( άδος)] … Dictionary of Greek
αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά … Dictionary of Greek
αναδεντράδα — αναδεντρώνω, αναδέντρωση, κ.λπ. βλ. αναδενδράδα, αναδενδρώνω, αναδένδρωση … Dictionary of Greek
κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
υιόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υιή* (II)] … Dictionary of Greek
u̯ei-1, u̯ei̯ǝ- : u̯ī- — u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī English meaning: to turn, bend, wind, *branch out Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”; vielfach von biegsamen Zweigen, Flechtwerk, Rankengewächsen Note: Root u̯ei 1, u̯ei̯ǝ : u̯ī : “to turn, bend, wind,… … Proto-Indo-European etymological dictionary